- θωρακίτης
- ο (Α θωρακίτης, ό, θηλ. θωρακῑτις, -ίτιδος)νεοελλ.ναύτης ή δίοπος τής ειδικότητας τών αρμενιστών, ειδικός στο να χειρίζεται τα άρμενα, ο οποίος ανέβαινε κατά τους χειρισμούς στα θωράκια, αρμενιστήςαρχ.1. στρατιώτης οπλισμένος μόνο με θώρακα, θωρακοφόρος2. (πάπ., το θηλ. ως επίθ.)θωρακῑτιςαυτή που ανήκει στον θώρακα («θωρακῑτις ζώνη»).[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ. Με τη νεοελλ. σημ. της η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. gabier) και μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγων Ναυτικόν].
Dictionary of Greek. 2013.